- ῥᾳθυμοῦμαι
- ῥᾳθῡμοῦμαι , ῥᾳθυμέωpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερραθυμημένως — ἐρραθυμημένως (Μ) με ραθυμία, νωχελικά, οκνηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερραθυμημένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρ. ραθυμούμαί] … Dictionary of Greek
ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… … Dictionary of Greek